- χαλιδοφόρος
- χᾰλῐδοφόρος, ὁ, ([etym.] χάλις)A cupbearer, IG5(1).1468, al. (Messene, χαλειδ- lapides).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλιδοφόρος — ὁ, ἡ, Α (για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, ιος «άκρατος οίνος» + φόρος*, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. *χαλιδο , που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.] … Dictionary of Greek